…του Νίκου Αλέξη Ασλάνογλου
που έζησε πένης και πλάνης, και έτσι πέθανε, μόνος, σε ένα διαμέρισμα στην Αθήνα, όπου τον βρήκαν μέρες μετά το θάνατό του…
Οι εφημερίδες δεν έγραψαν αφιερώματα και κριτικές, μια μικρή αναφορά μόνο γράφτηκε σε κάποια από τις τελευταίες σελίδες με ένα ποίημά του χαρακτηριστικό:
Μια νύχτα θα ταξιδέψω για πάντα. Θ’ αγκαλιάσω με τα χέρια την πόλη και θα πνιγώ στη δίνη των χρωματιστών νερώνΘα ‘ναι μια νάρκωση ή ο θάνατος, δεν ξέρω να πω. Μέσα στα δάκρυα δε θα καταλαβαίνω πια γιατί το θέλησα ή πού αστόχησα. Οι αποσκευές μου θα παρασύρουν το σώμα μου μέχρι τη θάλασσα, ως τους υφάλους έξω απ’ τον παλιό σταθμό. Άμμος και ξερολίθιαΣφυρίγματα των τρένων κι ο κάμπος ολόγυρα και δε θα μπορέσω να καταλάβω γιατί ήσουν και καταδότης και συνεργόςΜες στη νεροσυρμή δε θα σε ξαναδώ ποτέ. Μια νύχτα θ’ αγαπηθούμε για πάντα. Καθώς θάλασσα και ουρανός
Αν αντέχετε να συγκινηθείτε με τη θανάσιμη μοναξιά, το φόβο του θανάτου, την αγέρωχη υπερηφάνεια ενός αληθινού ποιητή μπορείτε να διαβάσετε την τελευταία του συνέντευξη στους Λάλα και Ταγματάρχη εδώ: “Οι ποιητές είναι πουλιά που πετούν” η τελευταία συνέντευξη του Νίκου Αλέξη Ασλάνογλου.
Τα ποιήματά του είναι κι αυτά “πουλιά που πετούν” και κάνουν την καρδιά μας να φτερουγίζει λίγο περισσότερο, μας ξυπνάνε από την αδράνεια της καθημερινής ζωής και μας θυμίζουν την ομορφιά που υπάρχει εκεί έξω, τη ζωή που μετριέται σε στιγμές, σαν “θάλασσα που κάποτε θα γίνει καλοκαίρι”….
Κι εγώ μετεωρίζομαι σαν φλέβακαλοκαιριού, σαν να χω σβήσει όλατα φώτα μου και περιμένω ακόμα…τις λέξεις, κομψά ταιριασμένες σε μια ανύπαρκτη σχέση…πόσο χλωμιάζουν οι ώρες… ακόμα μια νύχτα σπαταλημένη. ακόμα μια νύχτα, κάτω από τους ίδιους αστερισμούς… Γείρε στην προκυμαία όταν μακραίνουν τα φώτα της πόλης και πες δεν έμεινε τίποτα. Γείρε και πες δεν έμεινε τίποτα. μια ξεραμένη μέδουσα πάνω στο βράχοτο χέρι μου ανεπαίσθητα στον ώμο και η μαλακή γραμμή του ορίζονταστα μάτια σου…σαν μια ακατάσχετη ροή στο ίδιο τέλμα
What do you think?