10 Φεβρουαρίου του 1975 έφυγε από τη ζωή ένας από τους πιο αγαπημένους μου συγγραφείς – ο Νίκος Καββαδίας. Κι ας είναι περισσότερο γνωστός για τα ποιήματά του, και ίσως ακόμα πιο γνωστός για τα τραγούδια που έχουν βασιστεί στους στίχους του, για μένα το ωραιότερο έργο του Καββαδία είναι το μυθιστόρημά του, η Βάρδια.
Η Βάρδια
Πάνω σε ένα φορτηγό που ταξιδεύει στη θάλασσα της Κίνας, οι βάρδιες των ναυτικών εναλλάσσονται και μαζί τους ξεδιπλώνονται ιστορίες, θύμησες, πικρίες και αγάπες.
Ο Καββαδίας ζωγραφίζει στη Βάρδια όλη την ποιητική του μυθολογία, σαν ένας καλλιτέχνης βουτάει το πινέλο του βαθιά στην πληγή για να βγάλει χρώμα. Αθεράπευτα ρομαντικός και πικρός ρεαλιστής ταυτόχρονα, ένα παιδί που δε μεγάλωσε ποτέ. Τα γραπτά του σαν καρτ ποστάλ από μακριά μας ταξιδεύουν σε θάλασσες που ίσως να μη δούμε και μας μιλάνε για όσα είναι κοινά όσο μακριά και αν ταξιδέψουμε.

Και επειδή όπως έχει γραφτεί, είναι “λίγα αυτά που μπορεί να πει κανείς για τον Καββαδία και να μην είναι κλισέ”, όχι γιατί έχουν ειπωθεί όλα αλλά γιατί όταν κοιτάς κάτω από την επιφάνεια είναι σαν να κοιτάς τον ίδιο σου τον εαυτό, θα σας παραθέσω απλώς ένα από τα αγαπημένα μου αποσπάσματα:
Βάρδια έκτη
Δε βλέπεις παραπέρα από ένα μέτρο, από μισό, λιγότερο, τίποτα, περισσότερο κι από τίποτα. Το’ χει από νωρίς κατεβάσει. Το πούσι έχει τη δική του μυρωδιά, όπως η καταιγίδα, ο τυφώνας, η τρικυμία του κάθε καιρού. Πώς μυρίζει! Γιομίζει τα ρουθούνια μου μα δεν μπορώ να σου πω… Ιουδήθ! Είσαι δέκα χιλιάδες μίλια μακριά απ’ το Gomel και πέντε από μένα. Ανασαίνεις τον ιδρώτα του Τάσμαν. Είμαι σίγουρος πως έχεις λησμονήσει κείνη τη νύχτα, πάνω στο κατάστρωμα του “Cyrenia”, δίπλα στο φανάρι του Μινικόι. Φορούσες τη νύχτα. Το πορφυρό φόρεμα σου σερνόταν κουρέλι στα πόδια σου, τα λιανά σου πόδια με τα πέδιλα των Φοινίκων. Το κλώτσησες και χάθηκε στο πράσινο κρουζέτο, πίσω από τη βάρκα. Σαλεύει μονάχα του ματιού σου το πράσινο.
– Φόρεσε το ρούχο σου. Σκεπάσου. Παρακαλώ σε φόρεσέ το.
– Το παίρνει ο μουσώνας. Δε βλέπεις;
– Είσαι σα γυμνή λεπίδα κινέζικη.
– Θέλω τη θήκη μου. Ιουδήθ!… Όλα τα πράγματα έχουνε τη δική τους μυρωδιά. Οι άνθρωποι δεν έχουν. Την κλέβουν από τα πράγματα. Τα κόκκινα μαλλιά σου μυρίζουν σαν το αμπάρι της Πίντα, όταν γύριζε από το πρώτο ταξίδι. Στενοί δρόμοι του Γκέττο…Streets are not safe at night. Avoid all saloons. Chagall: ο Αρχιραβίνος.
– Ατζαμή! Φίλησέ με. – Μιαν άλλη φορά. Όταν ξανάβρω τη γεύση μου.
– Την έχασες; Πού;
– Στο Barbados…Στην άμμο. Την ξέχασα στα χείλια μιας μαύρης.
– Καλά. Δάγκασέ με μονάχα. Να πονέσω.
– Δεν έχω δόντια. Τ΄άφησα σ’ ένα μάγκος άγουρο, εδώ πέρα, αντίκρυ στο Cochin.
– Χάιδεψε.
– Ιουδήθ… Με τι χέρια… .έχασα την αφή μου πάνω στο ξεβαμμένο μεταξωτό μιας πολυθρόνας, σ’ ένα σπίτι στο Ικίκι…Εκεί ανάμεσα… Μαζί κι ένα ζαφείρι… ένα μεγάλο ζαφείρι.
– Τότε κοίταξέ με στα μάτια. Γιατί τα κρατάς καρφωμένα χάμω; Κοίταξέ με λοιπόν.
– Δεν είναι τα δικά μου. Εκείνα τα φορά ένας γέρος ζητιάνος στο Βόλο. Τ’ αλλάξαμε.
– Κοίταξέ με μέ τα δικά του.
– Ήταν τυφλός. Τον βαστούσε ένα κορίτσι από το χέρι.
– Άσε με να σε βαστάξω κι εγώ από το χέρι…
What do you think?